ανέμπιστος

ανέμπιστος
-η, -ο
όποιος δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, ο καχύποπτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανέμπιστος — η, ο αυτός που δεν έχει εμπιστοσύνη στους άλλους, καχύποπτος: Άνθρωπος ανέμπιστος καθώς ήταν, του κανε ένα σωρό ερωτήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιλύποπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που εύκολα ή διαρκώς υποπτεύεται τους άλλους, καχύποπτος, δύσπιστος, ανέμπιστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”